- φιλοσοφομειρακίσκος
- φιλοσοφομειρακίσκοςyoung man of sciencemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοσοφομειρακίσκος — ὁ, Α πιθ. νεαρός φιλόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλόσοφος + μειρακίσκος «νεαρός, παλληκαράκι»] … Dictionary of Greek